- ηνιοχεία
- η (Α ἡνιοχεία) [ηνίοχος]1. το έργο τού ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡνιοχεία — ἡνιοχείᾱ , ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc/acc dual ἡνιοχείᾱ , ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείᾳ — ἡνιοχείᾱͅ , ἡνιοχεία chariot driving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείας — ἡνιοχείᾱς , ἡνιοχεία chariot driving fem acc pl ἡνιοχείᾱς , ἡνιοχεία chariot driving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείαν — ἡνιοχείᾱν , ἡνιοχεία chariot driving fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείαις — ἡνιοχεία chariot driving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχείης — ἡνιοχεία chariot driving fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek
ηνιοχικός — ή, ό (AM ἡνιοχικός, ή, όν) [ηνίοχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική η τέχνη τού να διευθύνει κάποιος άρμα μσν. αρχ. ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο… … Dictionary of Greek
ηνιόχησις — ἡνιόχησις, ἡ (Α) [ηνιοχώ] ηνιοχεία*(«ἡνιόχησις νεφέλης», Φίλ.) … Dictionary of Greek
ἡνιοχεῖαι — ἡνιοχέω hold the reins pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)